κατορθώσασι

κατορθώσασι
κατορθώσᾱσι , κατορθόω
set upright
aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)
κατορθώσᾱσι , κατορθόω
set upright
aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”